-
1 κούκλα
η1) кукла; 2) куколка (о красивой женщине); 3) манекен; 4) клубок (ниток);§ απ' έξω κούκλα, κι'από μέσα πανούκλα — погов, с лица — кукла, а внутри — чума
-
2 κούκλα
[кукла] ουσ. θ. куклаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κούκλα
-
3 κούκλα
[кукла] ουσ θ кукла. -
4 κούκλα
1) marionnette2) poupée -
5 κούκλα
1) kukiełka (f) rzecz.2) lala (f) rzecz.3) lalka (f) rzecz.4) marionetka (f) rzecz. -
6 κούκλα
1) loutka2) panenka -
7 κούκλα
1) doll2) puppetΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κούκλα
-
8 Από έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα
– Άλλο είν' η θωριά κι άλλο είν' η καρδιά– Προβάτου πρόσωπο και λύκου καρδιά• Поглядишь – картина, а разглядишь -скотина• Лицом хорош, да душой непригож• Личиком гладок, да делами гадок• Сверху ясно, снизу грязно• Снаружи мил, а в середке гнил• Собой красива, да душой трухляваИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα
-
9 Απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα
С лица – кукла, а внутри – чума• Бросить взгляд – картина, а разглядишь – скотинаИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα
-
10 кукла
[κούκλα] ουσ. θ. κούκλα -
11 кукла
[κούκλα] ουσ θ κούκλα -
12 marionnette
κούκλα -
13 poupée
κούκλα -
14 loutka
κούκλα -
15 panenka
κούκλα -
16 doll
κούκλα -
17 kukiełka
κούκλα -
18 lala
κούκλα -
19 lalka
κούκλα -
20 marionetka
κούκλα
См. также в других словарях:
κούκλα — Το αρχαιότερο, ίσως, παιχνίδι του κόσμου. Όπως μαρτυρούν οι κ. που βρέθηκαν σε μερικούς περουβιανούς τάφους, η καταγωγή τους ανάγεται στην προϊστορία. Στην αρχαία Αίγυπτο οι κ. είχαν κινητά χέρια, περούκες από αληθινά μαλλιά, ενώ υπήρχαν και… … Dictionary of Greek
κούκλα — η (λ. λατ.) 1. μικρό ανθρώπινο ομοίωμα που χρησιμεύει για παιχνίδι των κοριτσιών. 2. πρόσωπο ή πράγμα ωραίο: Η γυναίκα του είναι κούκλα. 3. δέσμη τυλιγμένου νήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλήνη — η (Α γλήνη) 1. αβαθής κοιλότητα άρθρωσης 2. η κόρη τού ματιού αρχ. 1. το μάτι 2. το μικρό είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού ματιού 3. κούκλα, παιδικό παιχνίδι φρ., «ἔρρε, κακὴ γλήνη» χάσου, παλιοκόριτσο). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γλήνη, γλήνος αποτελούν… … Dictionary of Greek
κουκλίστικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται σε κούκλα 2. αυτός που μοιάζει με κούκλα, πανέμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούκλα + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος, παπαδ ίστικος)] … Dictionary of Greek
кукла — кукольник, стар. знач.: фокусник ; укр. кукла, др. русск. кукла, Георг. Амарт. (Срезн. I, 1360). Через ср. греч., нов. греч. κοῦκλα (то же) из лат. cuculla; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 104; Бернекер 1, 640; Г. Майер, Ngr. Stud. 3, 33 и сл.; Брюкнер… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κουτσούνα — η 1. κούκλα 2. μικρό καρβέλι ψωμιού 3. ο καρπός τού καλαμποκιού 4. θωπευτική προσφώνηση γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. κούτσα (διαλεκτ. τ.) «κούκλα» (πρβλ. ιταλ. cucciolo «νεογνό ζώου»] … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κουκλί — το υποκορ. του κούκλα μικρή κούκλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άργιλος — Πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από την απόθεση των πιο λεπτομερών υλικών που αιωρούνται μέσα στο νερό. Αυτά τα πάρα πολύ μικρά τεμαχίδια προέρχονται από την αποσάθρωση διαφόρων πετρωμάτων, που περιέχουν κυρίως ένυδρα πυριτικά ορυκτά του… … Dictionary of Greek
ανακυκλίζω — και κυκλιάζω 1. φτιάχνω το νήμα κούκλα τυλίγοντας το από το αδράχτι στο τυλιγάδι, τυλιγαδιάζω 2. περιστρέφοντας την ανέμη τυλίγω το νήμα από αυτήν στα μασούρια 3. περιστρέφω με δύναμη, στροβιλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + αρχ. κυκλίζω*] … Dictionary of Greek
αναπηνίζω — (Α ἀναπηνίζομαι) (για νήμα) ξετυλίγω νήμα και, κυρίως, τραβώ την κλωστή τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. ξετυλίγω τη μεταξωτή κλωστή από το κουκούλι τού μεταξοσκώληκα και τήν τυλίγω σε μασούρι, μπομπίνα ή ανέμη 2. ξετυλίγω νήμα από μασούρι ή κούκλα… … Dictionary of Greek