Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η κούκλα

См. также в других словарях:

  • κούκλα — Το αρχαιότερο, ίσως, παιχνίδι του κόσμου. Όπως μαρτυρούν οι κ. που βρέθηκαν σε μερικούς περουβιανούς τάφους, η καταγωγή τους ανάγεται στην προϊστορία. Στην αρχαία Αίγυπτο οι κ. είχαν κινητά χέρια, περούκες από αληθινά μαλλιά, ενώ υπήρχαν και… …   Dictionary of Greek

  • κούκλα — η (λ. λατ.) 1. μικρό ανθρώπινο ομοίωμα που χρησιμεύει για παιχνίδι των κοριτσιών. 2. πρόσωπο ή πράγμα ωραίο: Η γυναίκα του είναι κούκλα. 3. δέσμη τυλιγμένου νήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλήνη — η (Α γλήνη) 1. αβαθής κοιλότητα άρθρωσης 2. η κόρη τού ματιού αρχ. 1. το μάτι 2. το μικρό είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού ματιού 3. κούκλα, παιδικό παιχνίδι φρ., «ἔρρε, κακὴ γλήνη» χάσου, παλιοκόριτσο). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γλήνη, γλήνος αποτελούν… …   Dictionary of Greek

  • κουκλίστικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται σε κούκλα 2. αυτός που μοιάζει με κούκλα, πανέμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούκλα + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος, παπαδ ίστικος)] …   Dictionary of Greek

  • кукла — кукольник, стар. знач.: фокусник ; укр. кукла, др. русск. кукла, Георг. Амарт. (Срезн. I, 1360). Через ср. греч., нов. греч. κοῦκλα (то же) из лат. cuculla; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 104; Бернекер 1, 640; Г. Майер, Ngr. Stud. 3, 33 и сл.; Брюкнер… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κουτσούνα — η 1. κούκλα 2. μικρό καρβέλι ψωμιού 3. ο καρπός τού καλαμποκιού 4. θωπευτική προσφώνηση γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. κούτσα (διαλεκτ. τ.) «κούκλα» (πρβλ. ιταλ. cucciolo «νεογνό ζώου»] …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κουκλί — το υποκορ. του κούκλα μικρή κούκλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άργιλος — Πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από την απόθεση των πιο λεπτομερών υλικών που αιωρούνται μέσα στο νερό. Αυτά τα πάρα πολύ μικρά τεμαχίδια προέρχονται από την αποσάθρωση διαφόρων πετρωμάτων, που περιέχουν κυρίως ένυδρα πυριτικά ορυκτά του… …   Dictionary of Greek

  • ανακυκλίζω — και κυκλιάζω 1. φτιάχνω το νήμα κούκλα τυλίγοντας το από το αδράχτι στο τυλιγάδι, τυλιγαδιάζω 2. περιστρέφοντας την ανέμη τυλίγω το νήμα από αυτήν στα μασούρια 3. περιστρέφω με δύναμη, στροβιλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + αρχ. κυκλίζω*] …   Dictionary of Greek

  • αναπηνίζω — (Α ἀναπηνίζομαι) (για νήμα) ξετυλίγω νήμα και, κυρίως, τραβώ την κλωστή τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. ξετυλίγω τη μεταξωτή κλωστή από το κουκούλι τού μεταξοσκώληκα και τήν τυλίγω σε μασούρι, μπομπίνα ή ανέμη 2. ξετυλίγω νήμα από μασούρι ή κούκλα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»